Αγορά
ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ
Στη Μάτω Ι.
Αντικρίζοντας λευκές κολώνες να λάμπουν σκληρά μετά τη βροχή (και το αληθινά παλιό να χάνεται, δεδομένο, ψηλά στο βάθος), παρεμβάλλεται στο βλέμμα το παμπάλαιο κίτρινο όχημα, που έφτασε ως εδώ από τις πόλεις του Ανατολικού Βορρά, γεμάτες λάσπη και χώμα. Το κίτρινο όχημα έτοιμο να μαδήσει το μεταλλικό του δέρμα.
Ένας ιλιγγιώδης χορός από μικρά -μικρά – μικρά μαγαζιά. Πουθενά στον κόσμο δε θα βρείς τόσα πολλά μικρά μαγαζιά μαζί και κανένα τους να μην αναρωτιέται.
Κι έπειτα οι συνένοχοι. Κάθε λογής συνένοχοι. Μια πόλη γεμάτη συνενόχους, στο κάθε τι. Συνένοχοι που κλείνουν το μάτι ο ένας στον άλλο να γλιστρούν σαν θαλάσσια ρεύματα στον μεγάλο ωκεανό. Που ξεχωρίζουν μέσα σ’αυτόν από τη διαφορά θερμοκρασίας, πολλές μικρές ομάδες συνομωσιών, που υπάρχουν χάριν εαυτού, γιατί δεν έχουν τίποτε να ανατρέψουν.
Μονάχα ν’αποτελέσουν τη μεγάλη, τη σπουδαία αυτή πόλη με τα λευκά αστραφτερά μάρμαρα και τους όγκους των ημι – πολτοποιημένων σκουπιδιών που σέρνονται στη λάσπη και στεγνώνουν γρήγορα, γιατί αυτός είναι εδώ ο υπέρτατος νόμος : Το γρήγορο στέγνωμα.
Μαρία Τοπάλη
9/4/2001, ΕΙΚΟΝΑ ΠΟΛΗΣ και ΣΧΟΛΙΟ
Θαλασσινά
-Και πως είναι η φώκια, παππού;
-Να, έτσι, είπεν ο παππούς χεινομών ούτως ως εάν είχε την Φώκιαν ενώπιόν του και μοι ώριζεν ανατομικώς τα μέλη της. Από τον αφαλό και πάνου είναι η εμορφότερη γυναίκα, από τον αφαλό και κάτου είναι το φοβερώτερο ψάρι. Κάθεται στον πάτο της θάλασσας. Μα εκεί που σκιαχθή κανένα καράβι που περνά από πάνω, κάμνει μια χόπ! και βγαίνει στη επιφάνεια κάμνει μια χόπ! και αρπάζει το καράβι με το χέρι της και το σταματά. Απαί φωνάζει τον καπετάνιο και τον ερωτά: Αλέξανδρος ο Βασιλεύς ζη και βασιλεύει; Τρείς φορές τον ερωτά, ψυχή μου, και τρείς φορές ο καπετάνιος σαν της ειπή πως ζη και βασιλεύει, πως ζη, τον βουλά και τον πνίγει.
Γεώργιος Βυζιηνός
Το μόνο της ζωής μου ταξείδιον