Οι άνθρωποι χωρίζουν όταν ξεκολλάει το ένα σώμα από το αλλό.
Όταν η συνείδηση της περιπέτειας αποσύρεται ολόκληρη στη σιωπή του αποκομμένου σώματος.
Αυτό πονάει, αυτό παράγει την ηδονή, η ηδονή που μας συντρέχει, ιαματικά, για να αντέξουμε τη μεταφυσική ήττα.
Η Μάτω ιωαννίδου μ’αυτή τη δουλειά βρήκε ακριβώς το χώρο ανάμεσα στους ανθρώπους ως ύλη και τους ανθρώπους ως ιδέα.
Ο ασυνείδητος διάλογος των σωμάτων αναδύει την άλεκτη αίσθηση της αλήθειας που μόνο η τρέλλα ή η τέχνη, από άλλες διαδρομές η καθεμιά, μπορούν να ανασύρουν.
Εδώ σ’αυτές τις εικόνες υπάρχουν και τα δυο.
Από τη μια, ο ιερός παροξυσμός της πράξης, το παραλήρημα, που οργανώνεται αυστηρά σε μια ελευθερία συνομιλίας (λόγου) απείρων ψηγμάτων αγνοημένης γνώσης, κι από την άλλη, η αίσθηση που μένει στον θεατή της αναγνωστικής ματαιότητας.
Οι όρκοι, το “για πάντα”, τα απελπισμένα “πίστεψέ με”, ακούγονται με τον πιο ηχηρό τρόπο καθώς παρατηρώ τα κεφάλια να σκύβουν το ένα στο άλλο, όπως η ανάμνηση μέσα στην ησυχία της μοναχικής ψυχής μας. (…Τι δύναμη έχει η ζωγραφική, όταν συναντά το θεατή της…)
Πιο κάτω, τα πόδια. Αυτά που μας σηκώνουν από το χώμα, αναλαμβάνοντας και όλο το βάρος της ανθρώπινης ύπαρξης, απελευθερώνουν και κλείνουν ταυτόχρονα το μυστήριο ανάμεσα στις αντιφάσεις των γραμμών που τα σχημάτησαν χωρίς να χρειάζεται να απολογηθούν πουθενά.
Η αναίδεια των μηρών, των πελμάτων, των χεριών ζωγραφίζει αυτό το δίκαιο αίτημα των ανθρώπων, που ως το τέλος παλεύουν, αγωνίζονται ενστικτωδώς πιστεύοντας ότι τον τελευταίο λόγο δεν γίνεται να τον έχει ο θάνατος.
Ίσως αυτά τα έργα της Μάτως δεν είναι ερωτικά σχέδια, αλλά μια αντιστασιακή πράξη απέναντι στην άδικη δικτακτορία του μάταιου.
Κ. Καρτελιάς
Οκτώβριος 1995