Σε μια εποχή καταιγισμού εικόνων, χαλαρών δεσμεύσεων και ζοφερής καθημερινότητας, η συνάντηση με το βλέμμα του άλλου και η δημιουργική πράξη του ανθρώπου όπου συμμετέχει και το σώμα –στην περίπτωσή μου, η ζωγραφική– προσφέρει μιαν ελπίδα.
Στην έκθεση Γενεαλογία διακρίνω τρεις ενότητες:
1. Μικροσκοπικά σχεδία-μελέτες προσώπων
Αφορμή, τα πορτρέτα του Greco στην «Ταφή του Κόμητος Οργκάθ». Παρατηρώντας τις εκφράσεις στα πρόσωπα στο συγκεκριμένο έργο, αναγνωρίζεις όλες τις πιθανές υπαρξιακές στάσεις των ανθρώπων απέναντι στο θάνατο: παρά τις τεράστιες αλλαγές που έχει υποστεί ο άνθρωπος στο χρόνο, ο βαθύτερος πυρήνας του είναι αναγνωρίσιμος. Αφαιρώντας τα ενδυματολογικά στοιχεία της εποχής, την ίδια διαπίστωση κάνεις τόσο στα πορτρέτα του Φαγιούμ όσο και σε αυτά του Rembrandt. Στο βλέμμα τους καθρεφτίζεται κάτι απόλυτα επίκαιρο.
Αποπειράθηκα να αντιγράψω αυτά τα πορτρέτα όσο πιο λιτά γίνεται. Ταυτόχρονα σχεδίασα τους ανθρώπους του περιβάλλοντός μου εκ του φυσικού και τον εαυτό μου από φωτογραφίες.
Παραθέτοντας πολλά μαζί σχέδια σε μικρές ενότητες, προσπαθώ να συναντηθεί το βλέμμα του θεατή με το βλέμμα των απεικονιζόμενων ανθρώπων παραβλέποντας το χρόνο που τους χωρίζει.
2. Πρόσωπα-μονοτυπίες
Με την εμμονή για λιτότητα στα εκφραστικά μου μέσα, το χρώμα στη δεύτερη ενότητα προσώπων-μονοτυπιών, προσθέτει μια συγκινησιακή ένταση, ενώ ταυτόχρονα ανιχνεύει κάτι αρχετυπικό αποφεύγοντας το ρεαλισμό
3. Πρόσωπα προσφύγων
Στην ίδια προσέγγιση για το πρόσωπο, συμπεριλαμβάνονται και τα πρόσωπα των προσφύγων, κυρίως παιδιών, αντλώντας υλικό από φωτογραφίες της επικαιρότητας που δοκιμάζουν αυτή τη στιγμή το νόημα και την πίστη μας στη ζωή.
Μάτω Ιωαννίδου
Η εντύπωσή μου, αν έπρεπε να την πω μονολεκτικά, καθώς έρχομαι αντιμέτωπη με αυτά τα πρόσωπα και τις συνθέσεις τους, είναι: δέος. Καθώς δεν θρησκεύομαι, σπεύδω να συμπληρώσω: ανθρώπινο δέος. Βουτιά στο ανθρώπινο, μέσα από τα μάτια (τους). Μέσα από τα μάτια ΜΑΣ. Άρα, δεν είναι τυχαία η αναφορά στον Γκρέκο, όπως την επιχειρεί εδώ η Μάτω Ιωαννίδου· τον Γκρέκο που, κατεξοχήν, εξανθρώπισε το θείο.
Ανθρώπινο δέος θα πει: δέος απέναντι σε όλους εμάς, εμάς ως γενεαλογία, εμάς ως είδος, εμάς ως ατέλειωτη σειρά, εμάς καθρεφτιζόμενους στους εαυτούς μας. Οι πρόσφυγες, όχι ξεδιάντροπα απομονωμένοι, όχι αντικείμενο καλλιτεχνικής εκμετάλλευσης αλλά, ακριβώς, ανακατεμένοι με εμάς. Ανάμεσά μας οι πρόσφυγες, γιατί όλοι μπορεί κάποτε να υπήρξαν ή να υπάρξουν ως πρόσφυγες. Ίσως η πρώτη αποδεκτή, για μένα, καλλιτεχνική διαπραγμάτευση του επίκαιρου προσφυγικού. Οι πρόσφυγες ως μέρος ενός όλου. Σε αυτό, άλλωστε, το όλον, συνυπάρχει το παρελθόν με το παρόν, τα πρόσωπα παλιών έργων τέχνης και τα δικά μας, σημερινά πρόσωπα, τα πρόσωπα των προσφύγων και εκείνα των μη-προσφύγων – και μόνον η πρόκληση μιας τέτοιας διάζευξης είναι προχώρημα στο βλέμμα και τη σκέψη.
Ο άνθρωπος είναι αλλοτινός και τωρινός, είναι άντρας και γυναίκα, είναι πρόσφυγας και μη πρόσφυγας, είναι παιδί και ενήλικας – είναι ένα ον που διαθέτει βλέμμα. Η ζωγραφική υπάρχει χάρη σε αυτό το βλέμμα. Υπάρχει χάρη στα μάτια, και για χάρη των ματιών. To hommage αυτό στα μάτια και στα βλέμματα διαβάζεται ως στοίχημα, ως δοκιμασία, ως τεστ αντοχής. Ξέρουμε ότι πολύς κόσμος αδυνατεί να κοιτάξει και να κοιταχτεί στα μάτια. Αυτή η γέφυρα προϋποθέτει μιαν εσωτερική συνέχεια, ένα από-μέσα-έως-έξω. Αν σε αυτή τη μεταβίβαση έχει επέλθει βλάβη, το βλέμμα κρέμεται σαν κομμένο σκοινί. Η ζωγράφος μοχθεί για εκείνους που σηκώνουν το βάρος του βλέμματός τους ανά τους αιώνες.
Αυτοί οι πίνακες, για μας, τους μη-πιστούς, ισοδυναμούν με την ομολογία μιας πίστης.
Μαρία Τοπάλη